-
1 товар
το εμπόρευμα, το προϊόντο είδος, το αγαθόдержать - на складе κρατώ/έχω το - στην αποθήκηотправлять - αποστέλλω/στέλνω το -стоимость - а на условиях СИФ τιμή του - τος με όρους C.I.F. (κόστος, ασφάλειαстоимость - а на условиях ФОБ τιμή του - τος με όρους F.O.B. (ελεύθερον επί του πλοίου)аукционный - προς πλειστηριασμό/δημοπρασίαзаграничные - ы εξωτερικά/ξένα - ταимпортные - ы - τα από το εξωτερικό, ξένα - ταпотребительские - ы τα καταναλωτικά είδη/προϊόντα-сельскохозяйственные - ы τα γεωργικά/αγροτικά προϊόνταРусско-греческий словарь научных и технических терминов > товар
-
2 питание
питание с в розн. знач. η τροφή· искусственное \питание η τεχνητή διατροφή· продукты \питаниея τα είδη διατροφής* * *с в разн. знач.η τροφήиску́сственное пита́ние — η τεχνητή διατροφή
проду́кты пита́ния — τα είδη διατροφής
-
3 продукт
продукт м το προϊόν* \продукты* * *мτο προϊόνпроду́кты пита́ния — τα τρόφιμα, τα είδη διατροφής
моло́чные проду́кты — τα γαλακτοκομικά προϊόντα
-
4 питание
питаии||ес ἡ διατροφή, ἡ θρέψη [-ις] / ἡ τροφή (пища):искусственное \питание ἡ τεχ· νητή διατροφή· молочное \питание ἡ γαλακτο-φαγία, ἡ γαλακτοτροφία· усиленное \питаниеό ὑπερσιτισμός· общественное \питание τά ἱδρύματα δημοσίας σίτισης, τά ἐστιατόρια· проду́кты \питаниея τά είδη διατροφής. -
5 пищевой
пищев||ойприл:\пищевойые проду́кты τά τρόφιμα, τά είδη διατροφής. -
6 продукт
-а α.1. προϊόν•-ы сельского хозяйства αγροτικά προϊόντα.• -ы животноводства κτηνοτροφικά προϊόντα.
|| μτφ. αποτέλεσμα, αποκύημα, γέννημα•продукт мышления προϊόν της σκέψης.
2. πλθ. -ы τα τρόφιμα•купить -ы αγοράζω τρόφιμα•
-ы питания τα τρόφιμα, είδη διατροφής.
3. υλικό (κατασκευής)•продукт для изготовления бумаги υλικό για κατάσκευή χαρτιού.
|| το κατάλοιπο•-ы сгорания τα κατάλοιπα της καύσης..
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ουκρανία — Κράτος της ανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με την Πολωνία, Β με τη Λιθουανία, ΒΑ με τη Ρωσία, ΝΔ με τη Σλοβακία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Μολδαβία, και στα Ν βρέχεται από την Αζοφική και από τη Μαύρη θάλασσα (Εύξεινο Πόντο).Ο. σημαίνει… … Dictionary of Greek
Νεσατέλ — (γαλλ. και ιταλ. Neuchatel, γερμ. Neuenburg). Πόλη (32.000 κάτ. το 2003) της δυτικής Ελβετίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου καντονίου (803.060 τ. χλμ., 168.100 κάτ. το 2003)· βρίσκεται σε πανοραμική θέση στη λίμνη (στην οποία έδωσε την ονομασία της)… … Dictionary of Greek
Τζαμάικα — Κράτος της κεντρικής Αμερικής. Βρίσκεται νότια της Κούβας και βρέχεται ολόγυρα από την Καραϊβική.Άλλοτε βρετανική αποικία, η Tζαμάικα είναι από τις 6 Aυγούστου 1962 ανεξάρτητο κράτος στο πλαίσιο της βρετανικής Kοινοπολιτείας.Διοικητικά διαιρείται … Dictionary of Greek
εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Σουδάν — Κράτος της Βόρειας Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Αίγυπτο και τη Λιβύη, στα Δ με το Τσαντ και την Κεντροαφρικάνικη Δημοκρατία, στα Ν με το Κόνγκο, την Ουγκάντα και την Κένυα και στα Α με την Αιθιοπία και την Ερυθραία, ενώ το ΒΑ τμήμα της… … Dictionary of Greek
Σουρινάμ — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τη Bραζιλία, στα Δ με τη Δημοκρατία της Γουιάνας και στα Α με τη Γαλλική Γουιάνα.Tο Σουρινάμ, πρώην ολλανδική αποικία, από το 1954 αποτελεί αυτόνομο μέλος των Kάτω Xωρών. Βρέχεται στο βόρειο τμήμα… … Dictionary of Greek